θλίψῃς

θλίψῃς
θλί̱ψῃς , θλίβω
squeeze
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …   Dictionary of Greek

  • νοσταλγία — η (Μ νοσταλγία) [νοσταλγώ] βαθύς πόθος, λαχτάρα για επιστροφή στην πατρίδα, ανάμικτος με συναισθήματα θλίψης και ψυχικού άλγους νεοελλ. ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ανάμικτα συναισθήματα επιθυμίας, ελπίδας, θλίψης και ανησυχίας τα… …   Dictionary of Greek

  • σκυρόδεμα — Κονίαμα από τσιμέντο, χαλίκια και άμμο, το οποίο σκληραίνει με την πήξη και είναι κατάλληλο για διάφορες ανθεκτικές κατασκευές. Στο σ., τα υλικά αυτά ανακατεύονται σε ορισμένες αναλογίες, συνήθως 300 κιλά κανονικού τσιμέντου (συνδετικό υλικό), με …   Dictionary of Greek

  • αθλιψία — ἀθλιψία, η (Α) [ἄθλιβος] έλλειψη θλίψης …   Dictionary of Greek

  • αι — (I) αἰ (Α) 1. σύνδεσμος υποθετικός τής δωρικής και αιολικής διαλέκτου αντί τού εἰ* 2. «αἴ γὰρ», αντί τού «εἰ γὰρ» για έκφραση ευχής ή επιθυμίας «είθε, μακάρι!» 3. «αἴ κε(ν)» (στον Όμηρο) «αχ και να...» [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν να… …   Dictionary of Greek

  • αναβοώ — ( άω) (Α ἀναβοῶ) φωνάζω δυνατά, κραυγάζω αρχ. 1. αφήνω κραυγή εκπλήξεως, θλίψης ή πόνου 2. θρηνώ κραυγάζοντας 3. καλώ σε βοήθεια, επικαλούμαι 4. επαινώ, εκθειάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + βοῶ. ΠΑΡ. αρχ. ἀναβόαμα αρχ. μσν. ἀναβόησις] …   Dictionary of Greek

  • αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… …   Dictionary of Greek

  • ατταταί — ἀτταταῑ και ἀτταταταῑ (Α) επιφώνημα πόνου, θλίψης ή στενοχώριας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. που εκφράζει άλγος (πρβλ. απαππαιπαί, ιατταταί κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ιή — (I) ἰή (Α) 1. επιφώνημα χαράς ή ενθουσιασμού 2. επιφώνημα λύπης, θλίψης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιήιος]. (II) ἰή, ἡ (Α) [ιή (Ι)] ιων. τ. τού ἰά* φωνή, βοή …   Dictionary of Greek

  • ιήιος — ἰήϊος, ον, θηλ. και ἰηΐα (Α) 1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ἰήϊος επίθ. τού Απόλλωνος, τού θεού τον οποίο επικαλούνταν οι λάτρεις του με την κραυγή ἰὴ ή ἰὴ παιών, ἰὴ παιάν 2. επίπονος, θλιβερός, λυπηρός 3. φρ. «ἰήϊος βοά» και «ἰήϊος γόος» κραυγή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”